- αγχίγυος
- ἀγχίγυος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην ξηρά2. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + γύης (= ξηρά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγχίγυοι — ἀγχίγυος neighbouring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek